- ερκίτης
- ἑρκίτης, ὁ (Α)ο δούλος που διέμενε στους αγρούς τού κυρίου του («ἑρκίτας φησὶ καλεῑσθαι τοὺς κατά τοὺς ἀγροὺς οἰκέτας», Αθήν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < έρκος «φραγμός, περίφραξη». Ο τ. δηλώνει τον δούλο που ζούσε εντός τών περιφραγμένων ορίων τών κτημάτων τού κυρίου του].
Dictionary of Greek. 2013.